σκωληκοτόκος

σκωληκοτόκος
-ον, Α
αυτός που γεννά σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκωληκοτόκα — σκωληκοτόκος reproducing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοτόκοις — σκωληκοτόκος reproducing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοτόκων — σκωληκοτόκος reproducing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοτοκώ — έω, Α [σκωληκοτόκος] γεννώ σκουλήκια ή γεννώ μικρά που μοιάζουν κατά το σχήμα με σκουλήκια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”